-
1 Μολοσσίς
Μολοσσίςfem nom sg -
2 Μολοσσίς
Μολοσσίς f. adj.,1 Molossian Μολοσσίδα γαῖαν ἐξίκετ (sc. Νεοπτόλεμος) Pae. 6.109 -
3 Μολοσσίδα
Μολοσσίςfem acc sg -
4 Μολοσσίδι
Μολοσσίςfem dat sg -
5 Μολοσσίδος
Μολοσσίςfem gen sg -
6 Μολοσσός
Aὄργανον Simon.31
; , cf. Hdt.1.146, al.:—fem. [full] Μολοσσίς, [dialect] Att. [suff] μολοβρ-ττίς, ίδος, Poll. 5.39; ἡ Μολοσσίς (sc. γῆ) Molossia, Plu.2.297b: also [full] Μολοσσία, ἡ, Pi.N.7.38; [full] Μολοσσικός, [dialect] Att. [suff] μολοβρ-ττικός, ή, όν, χεῖρες S.Fr. 795
; κύων M. a kind of wolf-dog used by shepherds, Ar.Th. 416.II μολοσσός, ὁ, in Metric, the foot [pron. full] ¯ ¯ ¯ , D.H. Comp.17, Heph.3.2, 11.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μολοσσός
-
7 Μολοττίδας
Μολοσσίδας, Μολοσσίςfem acc pl -
8 Μολοττίδος
Μολοσσίδος, Μολοσσίςfem gen sg
См. также в других словарях:
μολοσσίς — μολοσσίς, αττ. τ. μολοττίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολοσσός … Dictionary of Greek
Μολοσσίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσίδα — Μολοσσίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσίδι — Μολοσσίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσίδος — Μολοσσίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
Μολοττίδας — Μολοσσίδας , Μολοσσίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοττίδος — Μολοσσίδος , Μολοσσίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)